- βενζιναντλία
- η бензонасос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βενζιναντλία — η αντλητική συσκευή ή εγκατάσταση για την εναποθήκευση και την παροχή βενζίνης … Dictionary of Greek
βενζιναντλία — η συσκευή μέσω της οποίας τα πρατήρια βενζίνης μεταφέρουν βενζίνη από τους χώρους αποθήκευσης στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων: Οι βενζιναντλίες των βενζινάδικων πρέπει να συντηρούνται τακτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)